- προαποστέλλεται
- προαποστέλλεται , προαποστέλλωsend awaypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προαποστολή — η, Ν 1. αποστολή εκ τών προτέρων 2. καθετί που προαποστέλλεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < προαποστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek